Σάββατο 6 Ιουνίου 2015

Ο Πειραιάς μέσα στις χιλιετίες.


«Πειραιεύς κάρυον μέγ’ εστί και μεστόν»


                                                                                                Γράφει ο Δημήτρης Κρασονικολάκης. 
  
[Λίγο πριν λήξει ο 20ος αιώνας (τι με είχε πιάσει; προσμονή, μελαγχολία ίσως) έγραψα για την εφημερίδα ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ δύο κείμενα, στο ένα έκανα σύντομη ιστορική αναδρομή της πόλης μας - κάτι σαν απολογισμός, σαν να έφτανε το τέλος του κόσμου, με είχε επηρεάσει το millennium αλλά στο τέλος το διατύπωσα με αισιόδοξο μήνυμα -  και στο άλλο μίλαγα για την ζωή που κυλά στον Πειραιά καθώς φεύγουν τα χρόνια μας. Πέρασε τόσος καιρός και αναρωτιέμαι αν άλλαξε κάτι από το τότε σκεπτικό μου..] 

Φωτοκάρτα χωρίς χρονολογία. «Πειραιεύς - Τουρκολίμανον». Ο φακός την απαθανάτισε, εκτυπώθηκε και κάποια στιγμή η τύχη την πρόσθεσε στην συλλογή μου. Εσείς έχετε όλον τον χρόνο να την παρατηρήσετε και να χαρείτε τις λεπτομέρειές της.

Χωρίς την κίνηση της ύλης δεν θα μπορούσε να νοηθεί ο χρόνος και δίχως αυτόν δεν θα έμπαιναν σε μία σειρά τα γεγονότα ώστε να παρακολουθήσουμε την εξελικτική τους πορεία και να καταγράψουμε τα αποτελέσματα.
Όσες γενιές ανθρώπων έστησαν τα σπίτια τους και κατοίκησαν πάνω στην πειραϊκή γη, είδαν διαφορετικά τον περίγυρο κι έζησαν άλλες, ξένες μεταξύ τους ιστορικές εμπειρίες. Ύστερα τα σώματά τους θάφτηκαν στο χώμα, ξεχάστηκαν, ώσπου τα υπολείμματα της πρόσκαιρης παρουσίας τους με τα όποια κτερίσματα ανακαλύπτονται τυχαία, με τα έργα υποδομών ή τις επίσημες ανασκαφές.
Το ίδιο ισχύει και για τα υλικά δημιουργήματά τους.   
Τελικά, αν η γνώση για τον Πειραιά σε συγκεκριμένες περιόδους του παρελθόντος είναι ελλιπής ή μηδαμινή, πόσο σκοτεινό και αδιαπέραστο φαντάζει το μέλλον, ποιά τύχη άραγε να τον περιμένει, πότε και πώς θα’ ρθεί η επόμενη «αποφράδα ημέρα»;
Ο Πειραιάς, όπως κι όλα τα έργα των ανθρώπων, έχει μάθει να καταστρέφεται και να ξαναφτιάχνεται, να λάμπει και να σβήνει, να μνημονεύεται και να ξεχνιέται.
Από τα νεολιθικά εργαλεία που βρέθηκαν στο Τελωνείο, τους προϊστορικούς συνοικισμούς που ανασκάφηκαν στο Κερατσίνι, στην Παλιά Κοκκινιά (2600 - 2000 π.Χ.), τα ευρήματα που αναδείχθηκαν ή παραμένουν κρυμμένα να φανούν σε άλλα άγνωστα ακόμα σημεία, τα ίχνη των Μινυών στη Μουνιχία μέχρι το Τετράκωμο Ηράκλειο 
(τα τέσσερα χωριά ή «κώμες» Πειραιεύς, Ξυπέτη, Θυμαιτάδαι, Φάληρον) είναι τεράστιο το χρονικό διάστημα, απόμακρο σε μας και γι’ αυτό ανεξερεύνητο.
Ούτε από τη χαραυγή της ιστορίας (όπως την ξέρουμε) τον 11ο  - 8ο  αι. π.Χ. μας έρχονται πληροφορίες, εκτός από τη ναυπήγηση μερικών πλοίων σε κάποιο κοντινό όρμο από το Θησέα για να πάει στην Κρήτη «αυτός δε ναυπηγίαν επεβάλετο, την μεν εν Θυμαιταδών αυτόθι μακράν της ξενικής οδού, την δε δια Πιτθέως εν Τροιζήνι, βουλόμενος λανθάνειν» (Πλουτάρχου, Θησεύς, 19) και την ύπαρξη του «εν Φρεαττοί φονικού δικαστηρίου».
Επί Κλεισθένη (507 π.Χ.) μαθαίνουμε ότι ο Πειραιάς έγινε Δήμος ενταγμένος στην Ιπποθοωντίδα φυλή.
Ήλθαμε στο Θεμιστοκλή (493-92 π.Χ.), στον Κίμωνα και στον Περικλή για να δούμε την πόλη να οργανώνεται, 
να κλείνεται σε τείχη ισχυρά και να μετατρέπεται σε σπουδαίο πολεμικό κι εμπορικό λιμάνι: για 400 χρόνια έμεινε έτσι ο Πειραιάς, πότε ακμαίος, υπερήφανος, ξένοιαστος και πότε αδύναμος, φοβισμένος, ανήσυχος.
Σκαμπανεβάσματα εξαιτίας των πολιτικών συμφερόντων, των κυβερνητικών χειρισμών, του εμφυλίου πολέμου, της εκάστοτε ισορροπίας δυνάμεων.
Ώσπου, ένα λάθος επιλογής, η εύνοια μίας μερίδας πολιτών προς το Μιθριδάτη έφερε το στρατηγό Σύλλα με τους Ρωμαίους του και τον κατέστρεψαν γύρω στα 86 π.Χ. Μαζί με τα τείχη που έπεσαν, κατεδαφίστηκαν και κάηκαν τα περισσότερα κτήρια του Πειραιά, δημόσια και ιδιωτικά, οι λιμενικές εγκαταστάσεις εκτός από τα ιερά, τους ναούς και τα προάστια. «Οι δε πολλοί πόλεμοι το τείχος κατήρειψαν και το της Μουνυχίας έρυμα, τον τε Πειραιά συνέστειλαν εις ολίγην κατοικίαν, την περί τους λιμένας και το ιερόν του Διός του Σωτήρος» λέει ο Στράβων (Γεωγραφικά, Θ΄ 15).
Πολύ πιο πριν, ο ποιητής Φιλίσκος είχε ήδη παρομοιάσει τον Πειραιά με ένα μεγάλο άδειο καρύδι: «ο Πειραιεύς κάρυον μέγ’ εστί και κενόν» (F. Jacobs, Anthologia Graeca, Lipsiae, 1794-1814, XIII, σελ. 708).
Παρά τη μείωση στο ελάχιστο του πληθυσμού, είναι βεβαιωμένη η κατοίκηση στους ρωμαϊκούς χρόνους από τη σημερινή Ακτή Μιαούλη μέχρι το Πασαλιμάνι και τη Φρεαττύδα, σε άνετα, ευρύχωρα σπίτια πάνω στα παλαιότερα οικοδομικά τετράγωνα της κλασικής κι ελληνιστικής εποχής.
Η αντίληψη ότι με την εισβολή των Γότθων του Αλάριχου (395 μ.Χ.) δόθηκε το ύστατο χτύπημα στον Πειραιά δεν ευσταθεί, παρά τις ανύπαρκτες γραπτές πηγές οι ανασκαφές της τελευταίας 25ετίας απέδειξαν ότι «η περιοχή του λιμανιού γνώρισε άνθιση στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο» (6ος  - 7ος αι. μ.Χ.), αφού οικοδομικά υλικά των προηγούμενων αιώνων χρησιμοποιήθηκαν για κατασκευές οικιών, εργαστηρίων, καταστημάτων (βρέθηκαν και νομίσματα).
Το 662 ήλθε στον Πειραιά (ξεχειμώνιασε στην Αθήνα) ο αυτοκράτορας Κώνστας ο Β΄ ενώ στα 1018 πέρασε και ο Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος. Σκόρπιες μαρτυρίες δείχνουν συχνή επίσκεψη στόλων ή μεμονωμένων πλοίων, με τους κάθε λογής επιβάτες τους να αποβιβάζονται με προορισμό την Αθήνα. 
Ο Πειραιάς περιθωριοποιήθηκε στη Φραγκοκρατία.
Σε ναυτικό χάρτη του 1318 ονομάζεται πλέον Porto Leone. Οι περιηγητές τον ξέρουν και σαν Porto Draco, οι Αθηναίοι τον φωνάζουν Δράκο, οι Τούρκοι που ήλθαν στα 1456 Ασλάν-λιμανί.  Και σε αυτή την εποχή όλο και κάποιο πλοίο θα άραζε με ασφάλεια (από τους ανέμους, όχι από τους κουρσάρους - καταδρομείς) στο μεγάλο λιμάνι, φέρνοντας και πέρνοντας στην μικρή πόλη της Αθήνας εμπορεύματα, ταξιδιώτες, αξιωματούχους.
Ούτε λόγος για παράλιο οικισμό, αφού η πειρατεία ανάγκαζε τους κατοίκους να μετακινούνται στο εσωτερικό για προστασία. Ο κόσμος άλλωστε ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με τη γεωργία - κτηνοτροφία.
Φτάσαμε στα ύστερα οθωμανικά χρόνια. Έρημος ο τόπος, εξοχικός.
Τα μόνα κτίσματα, το Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα (δεν έχει συμφωνηθεί πότε ιδρύθηκε, ίσως το 16ο αι.), 
το σπίτι του Τούρκου τελώνη κι αργότερα αποθήκες, μελισσόμαντρες, αγροτόσπιτα, η οικία του Joseph Cayrac (μετά το 1750).
Στην επανάσταση (1821-29) κάθε γόνιμο κομμάτι του Πειραιά είχε και τον ιδιοκτήτη του, Τούρκο, Αθηναίο ή Κουλουριώτη, το ίδιο το Μοναστήρι.
Στα 1827 ο Καραϊσκάκης κι άλλοι αγωνιστές ταμπουρώθηκαν σε πολλά σημεία και κατέλαβαν τη Μονή του 
Αγ. Σπυρίδωνα που κρατούσαν οι Τουρκαλβανοί.
Μετά την απελευθέρωση, ο κάθε προνοητικός επενδυτής, οπλαρχηγός, πολιτικό πρόσωπο, πλούσιος, φρόντισε να έχει «γήπεδο», δηλαδή χωράφι ή οικόπεδο στο λιμάνι.
Οι 300 κάτοικοι του 1835 σύμφωνα με τις απογραφές έγιναν 1.011 το επόμενο έτος, 2.033 στα 1840, 4.247 στα 1845.
Μία καινούργια πόλη χαράκτηκε και χτίστηκε από το τίποτα κι ένας σωρός ετερογενών επαρχιωτών ήλθε να την μετοικίσει. Οι Χιώτες, οι Υδραίοι, οι λοιποί νησιώτες και οι στεριανοί πρόσθεσαν το δικό τους εθνικοτοπικό χρώμα στα σπίτια και στις συνοικίες. Μετά έκαναν εδώ τις οικογένειές τους και δημιούργησαν τη νέα πειραϊκή γενιά.
Η βιομηχανία, το εμπόριο και η ναυτιλία, εδραίωσαν οικονομικά την πόλη, την ενίσχυσαν κοινωνικά και πολιτιστικά και την κατέταξαν ως το πρώτο λιμάνι της χώρας.   
Παρά τις δυσκολίες των πρώτων δεκαετιών του 20ου αίώνα, έφτασε να έχει από τους  51.020 κατοίκους στα 1896 τον όχι ευκαταφρόνητο αριθμό των 182.671 κατοίκων στην πρόσφατη απογραφή του 1991.
Καλύφθηκε οικιστικά κάθε επιφάνεια του πειραϊκού χώρου αφού πρώτα ισοπεδώθηκε κάθε ενοχλητική έξαρση του φυσικού ανάγλυφου, μπαζώθηκαν ολόκληρες παραλίες ακόμα και άγριες απότομες ακτές.

Φωτοκάρτα χωρίς χρονολογία. «Πειραιεύς - Άποψις Φρεατύδος». Η είσοδος του λιμένος Ζέας. Αριστερά η Ακτή Μουτζοπούλου πριν την στροφή για την Πλατεία Αλεξάνδρας. Διακρίνονται καθαρά οι λουτρικές εγκαταστάσεις που έχουν κατεδαφισθεί. Δεξιά, φαίνονται ο ακόμα μη επιχωματισμένος όρμος της Φρεαττύδας, το Ναυτικό Νοσοκομείο (πρώην Ρωσσικό) και οι άλλες παραλιακές οικοδομές που οι περισσότερες δεν υπάρχουν πλέον.   

Στις ημέρες μας.
Μουντός στο χρώμα ο Πειραιάς από τις πολυκατοικίες, τα εργοστάσια, σκονισμένος, γεμάτος σκουπίδια, μ’ ελάχιστο πράσινο, μ’ ανεπαρκή ελεύθερα ανοίγματα - πλατείες, εκνευριστικός λόγω κυκλοφοριακού,  θορυβώδης, ασφυκτικός.
Ξέρει όμως να ζει ημέρα και νύχτα, να δρα έντονα, να μας κοιτάζει με την «καλή» του όψη, να συμπαρασύρεται από τους βιορυθμούς των «δικών» του προσώπων που τον αγαπούν βαθιά, ειλικρινά, που του συγχωράνε κάθε ψεγάδι σαν βγαίνουν για δουλειά, για ψώνια στα μαγαζιά του, για βόλτα ή φαγητό στα καφέ και στις ταβέρνες του, στη Ζέα, στην Πειραϊκή, στο Μικρολίμανο, στην Καστέλλα.
Υπερπηδώντας τον 20ο αιώνα, ο Πειραιάς μοιάζει με νεαρό αθλητή της θρυλικής του ομάδας, του Ολυμπιακού [εκείνος με όλο και καλλίτερες επιδόσεις κοιτάζει αισιόδοξα, αγωνίζεται, κερδίζει, ανεβαίνει στο βάθρο του νικητή] και έχοντας επίγνωση της δύναμής του ακολουθεί μία πορεία δόξας χωρίς να βιάζεται να φτάσει στο τέρμα... 
Ας είναι ευνοϊκός ο επόμενος 21ος αιώνας, συγκαταβατική η νέα χιλιετία...

Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα Πειραϊκή Πολιτεία, Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 1999, σελ. 17. 
Μεταφορά εδώ, ελάχιστα διορθωμένη, 16 Αυγούστου 2012. Ξανακοιτάχτηκε πριν αναρτηθεί στο blog στην Αθήνα, οδός Πελλήνης 1, στις 31 Μαΐου και 1 Ιουνίου 2015.  





     
      

1 σχόλιο:

  1. Ηταν ωραιος ο Πειραιας στα χρονια του 1950. Στο Πασαλιμανι σε ολη την παραλια γινοτανε η μεγαλη βολτα περπατωντας και μασουλωντας πασατεμπο..Τα καλοκαιρια αραζαν μικρες κορβετες του πολεμικου ναυτικου..Ποιος δεν θυμαται τη μαντρα του καραγκιοζοπαιχτη Χαριδημου παραπλευρα στην κλινικη του Λαμπρακη Λευκος Σταυρος..και ποσα αλλα

    ΑπάντησηΔιαγραφή